αυτόχειρας — ο αυτός που σκοτώνει ο ίδιος τον εαυτό του: Ο αυτόχειρας έπασχε από νευρασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτόχειρας — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INSEPULTO hominis cadaveri terram injicere — apud Athenienses, Lex iussit, memorata Aeliano Var. l. 5. c. 14. Ο῞ς ἄνἀτάφῳ περιτύχῃ σώματι ἀνθρώπου, πάντως ἐπιβάλλειν αὐτῷ γῆν, θἀπτειν δὲ τρὀς δυσμὰς βλέποντας, Insepulto hominis cadaveri terram inicito, et in sepulchro Occas. versus condito … Hofmann J. Lexicon universale
αυτοθάνατος — αὐτοθάνατος, ον (Α) αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας … Dictionary of Greek
Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… … Dictionary of Greek
Δημώνασσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Αμφιάραου και της Εριφίλης, σύζυγος του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, και μητέρα του Τισσαμενού. Γίνεται λόγος γι’ αυτήν στο έπος Θηβαΐς. Η μορφή της βρίσκεται στην ανάγλυφη παράσταση … Dictionary of Greek